φραδμων

φραδμων
    φράδμων
    2, gen. ονος умный, находчивый
    

(ἀνήρ Hom., Her.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φραδμων" в других словарях:

  • Φράδμων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φράδμων — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φράδμων — και φράσμων, ον, Α ευφυής, επιδέξιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φραδ τού φράζω* (Ι) (πρβλ. φραδ ή) + επίθημα μων (πρβλ. νοή μων)] …   Dictionary of Greek

  • Φράδμονας — Φράδμων masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φράδμονας — φράδμων masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φράδμονες — Φράδμων masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φράδμονες — φράδμων masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φράδμονος — Φράδμων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φράδμονος — φράδμων gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοφράδμων — θεοφράδμων, ον (Α) αυτός που μιλά θεϊκά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φράδμων (< φράζω), πρβλ. ομο φράδμων, συμ φράδμων] …   Dictionary of Greek

  • κακοφράδμων — και κακοφράσμων, ον (Α) (ποιητ. λ.) κακοφραδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φράδμων (< φράδμων < φράζω), πρβλ. πολυ φράδμων] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»